Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευνάτωρ — εὐνάτωρ, ὁ (Α) δωρ. τ. τού ευνήτωρ* … Dictionary of Greek
ευνήτωρ — εὐνήτωρ, ὁ, δωρ. τ. εὐνάτωρ (Α) [ευνώ] ευνητήρ, σύνευνος, σύζυγος … Dictionary of Greek